περιστασιακός

περιστασιακός
-ή, -ό, Ν [περίσταση]
αυτός που συμβαίνει κατά περίσταση, όταν ευνοήσουν οι συγκυρίες.
επίρρ...
περιστασιακώς και περιστασιακά
με τρόπο ευκαιριακό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αξελός, Κώστας — (Αθήνα 1924 –). Φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Πήρε μέρος στην Αντίσταση και στην πρώτη φάση του Εμφυλίου. Μετά τα Δεκεμβριανά συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας συνελήφθη εκ νέου,… …   Dictionary of Greek

  • Κέρτιζ, Μάικλ — (Michael Curtiz, Βουδαπέστη 1888 – 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου σκηνοθέτη του κινηματογράφου Μιχάλι Κέρτεζ (Mihaly Kertesz). Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και Θεάτρου της Βουδαπέστης και έκανε την πρώτη του δουλειά στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”